πούπετα
Смотреть что такое "πούπετα" в других словарях:
πούπετα — και πούπετις και πούπετε και πούποτε, Μ σε κανένα μέρος, πουθενά («καὶ ἐψηλάφουν πούπετα περδίκιν νὰ πιτύχω», Λιβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πούπετα < πούπετε (< ποῦ ποτε, με αφομοίωση τού ο σε ε ), κατά το πουθενά] … Dictionary of Greek
πούπετα — επίρρ. τοπ., πουθενά, σε κανένα μέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πούπετε — Μ βλ. πούπετα … Dictionary of Greek
πούπετις — Μ βλ. πούπετα … Dictionary of Greek
πούποτε — Μ βλ. πούπετα … Dictionary of Greek